Ξεπερνώντας την κατάθλιψη και τις εμμονές

Ξεπερνώντας την κατάθλιψη και τις εμμονές

Κι αυτό το πρόσωπο είναι φαγωμένο

Από τα δάκρυα που έκρυψα
Κι αυτά τα χείλη είναι καμένα
Από τα λόγια που δεν είπα 

Κι αυτά τα σακατεμένα χέρια
Είναι που όλα τα’ αγκάλιασαν…

Ο Δρόμος προς το αυτονόητο:

Όταν πριν από 8 μήνες πέρασα τη πόρτα της ψυχοθεραπεύτριάς μου με τη «ψυχή στο στόμα» τα πράγματα μέσα μου είχαν φτάσει στο σημείο της κράσης. Κοινώς μια ανελέητης σύγκρουσης. Ή κάποιος θα με βοηθούσε να βρω ένα αλυσοπρίονο για να κόψω τις αλυσίδες που με έδεναν με δυο νταλίκες βάρος ή απλά θα έσκαζα… 

Η λαχτάρα για ζωή είναι ένα πράγμα που μπορεί να κάνει την ύπαρξη σου, αυτό που είσαι, να σπαρταρά. Τα ανείπωτα λεν οι ποιητές μπορούν να μας πνίξουν. Πάνω σε αυτό το αίτημα, του να «μιλήσω», ξεκινά ένας περίεργος χορός. Το περίεργο για μένα κρύβει δύο χαρακτηριστικά: το παράξενο και το όμορφο.

  Ξεκίνημα λοιπόν: ιστορικό, επαναδιαπραγμάτευση παλιών τραυμάτων, ξεδίπλωμα, μια ζωγραφιά μιας ολόκληρης ζωής. Ένα μεγάλο μου ερωτηματικό πριν την αρχή των συνεδριών και κατά τη διάρκεια των πρώτων συναντήσεων ήταν πώς να τη χωρέσεις μια ολόκληρη ζωή ακόμη και σε μια ώρα; Και κατά πόσο αυτό μπορεί να αποτυπώσει ουσιαστικά το βίωμα και το βάρος των στιγμών. Όπως αποδείχθηκε όμως, το αποτύπωμα όλων αυτών που ορίζουν αυτό που είσαι, δεν είναι κάτι που πρώτον μπορείς να αρνηθείς και δεύτερων μπορείς να κρύψεις. Το ζήτημα λοιπόν, για μένα ήταν κάποιος να «καταλάβει». Ο Τσιτσάνης στο «Ακρογιαλιές-Δειλινά» το θέτει συγκλονιστικά διατυπώνοντας το παράπονο «και τότε ποιος θα ρωτήσει να μάθει ποτέ το γιατί;». Πρώτο βήμα, λοιπόν: ΜΙΛΩ. Δεύτερο: αναγνωρίζω το σύστημα στο οποίο βρέθηκα, τον τρόπο που ανταποκρίθηκα σ’ αυτό, το μοτίβο στη συμπεριφορά και στη σκέψη μου. Πάνω απ’ όλα μαθαίνω να διαχωρίζω το τώρα από το χθες.

  Ούτε απλές, ούτε σύντομες οι διαδικασίες αυτές, ούτε και τόσο ξεκάθαρες και απόλυτες. Και ίσως το σπουδαιότερο από όλα δεν είναι η πρωτοτυπία όλων αυτών (ούτως ή άλλως, οι άνθρωποι που φτάνουν στον θεραπευτή έχουν σκάψει μέσα τους πολύ και βαθιά για να αντιληφθούν γεγονότα-καταστάσεις – αισθήματα- και αδιέξοδα), αλλά, το ότι αυτή τη φορά έχεις ένα σταθερό συμπαραστάτη, ένα σύμμαχο με γνώση, εργαλεία και την πρόθεση να βοηθήσει. Με βασικό τον ρόλο να επιβεβαιώσει όχι την πιθανότητα αλλά τη δυνατότητα της αλλαγής, στη ζωή, στη δράση, στο βλέμμα.

  Ήταν και είναι ακόμα συγκλονιστική η έναρξη της συνεδρίας με αυτό το καταπληκτικό «Πώς είσαι;» Το οποίο σχεδόν με ακινητοποιούσε και έκανε την αμηχανία μου να χτυπά κόκκινο. Το πιο παράξενο βέβαια ήταν να ακούς τον εαυτό σου να ξεστομίζει εκείνο το απίστευτο «ΚΑΛΑ» και μια παράλληλη μικρή φωνίτσα μέσα σου να λέει. «Πιο καλά; Τι είναι αυτό το καλά που κάθε φορά απαντάς; Καλάθια».

  Χωρίς να υποστηρίζω ότι όλη η διαδικασία είχε το χαρακτήρα του εύκολου, του γρήγορου, αυτού που αποδίδει πάντα και ξεκάθαρα (ανύπαρκτες ψευδαισθήσεις για μένα) μετά από 8 μήνες διεκδικώ ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος σε αυτό που λέγεται ανάσα.

  Ναι, όντως σωστά το θέτει η ποιήτρια «μέρες που σαλεύει το σκοτάδι, μέρες που σαλεύει το φως». Παρόλα αυτά περπατάς, αντικρίζεις τις αποχρώσεις γύρω σου, αρχίζεις να έχεις τον έλεγχο των εκφράσεων του προσώπου σου, ρισκάρεις λίγο περισσότερο στη σχέση με τους ανθρώπους, αφήνεσαι να απολαύσεις αυτές που ήδη έχεις με ένα μεγαλύτερο αίσθημα αυθεντικότητας ή ίσως συμμετοχής και παρουσίας. Έχεις την αίσθηση ότι σ’ένα σπίτι που το κρατούσες κλειδωμένο στο σκοτάδι και στερημένο από τον αέρα, ξεκινάς να ανοίγεις παράθυρα και πόρτες να μπει ο ήλιος και το φεγγαρόφωτο και να ζεστάνει τις γωνιές του, ο αέρας να μυρίσει θυμάρι. Δέχεσαι την πρόκληση να ακουμπήσεις σε αυτό που λέγεται εαυτός και να τολμήσεις τελικά, σιγά-σιγά και λίγο-λίγο να το αποκαλύψεις.

Ο ποιητής επιμένει:

«Ως και τα σύννεφα είναι ναρκοθετημένα. Το νου σας, από μας η άνοιξη εξαρτάται»

  Κρίση υπεραισιοδοξίας; ΟΧΙ. Με όλα τα παραπάνω δεν δηλώνω την επίτευξη ενός σκοπού, όσο το ρίζωμα μιας κατεύθυνσης ικανής ώστε να φέρει αλλαγές στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου. Άλλωστε και ουσιαστικά δεν είναι επιδιώξεις μιας περιόδου αλλά μιας ολόκληρης ζωής.

  Και ίσως όλα αυτά να φαίνονται λίγο λογοτεχνικά όμως η πραγματικότητα της ψυχοθεραπείας βρίσκεται ουσιαστικά σε αυτό που λέγεται «κουβέντα». Μια κατάσταση οικεία στον καθένα. Που όμως το νόημά της βρίσκεται μόνο σ’ αυτά που λες αλλά και αυτά που δεν λες. Σ’ αυτά που σκέφτεσαι πριν τη συνεδρία και σε αυτά που αποφασίζεις μετά από αυτή. Και ίσως τελικά συμπυκνώνεται στα λόγια του Λειβαδίτη που λέει:

«Θα θελα να μιλήσω απλά.  

Όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του.

Και δείχνει ένα παλιό σημάδι  

Μονάχα μια στιγμή 

Να ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου»

Το ζήτημα είναι ένας δρόμος προς την ελευθερία, την ελευθερία στη σκέψη, την ελευθερία στη δράση, την ελευθερία στο συναίσθημα. Σπουδαίο όμως, εκτός από το να το ξέρεις είναι να βρεις έναν άνθρωπο που να μπορεί να σου δείξει ένα τρόπο να το πραγματώνεις στην καθημερινότητα σου, ξεκινώντας από το «Να Λόλα πάρε ένα μήλο» στη σχέση σου με τον εαυτό σου και στη σχέση σου με τους άλλους. Η δυσκολία είναι δεδομένη.

Αλλά τελικά ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ.

Καλά ταξίδια, που λέει και η φίλη μου η Αθηνά…

Αφήστε μια απάντηση

ΚΛΕΙΣΙΜΟ